- θύρσος
- Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο επί Δεκίου (249-251) στην Απολλωνία της Φρυγίας, μαζί με τον Καλλίνικο και τον Λεύκιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 14 Δεκεμβρίου.
2. Μαρτύρησε μαζί με την Αγνή. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Ιανουαρίου.
* * *ο (Α θύρσος, πληθ. θύρσοι, οι και μτγν. θύρσα, τά)νεοελλ.βοτ. σύνθετη πυκνά διακλαδισμένη ταξιανθία τής οποίας κάθε είδος είναι διχάσιοαρχ.1. ραβδί περιτυλιγμένο με φύλλα κισσού ή αμπελιού που κατέληγε στην κορυφή σε κώνο πεύκου (κουκουνάρι), το οποίο ως διονυσιακό έμβλημα κρατούσαν στις πανηγυρικές πομπές οι λάτρεις τού Βάκχου2. (κατά τον Ησύχ.) «κλάδος, ράβδος»3. στον πληθ. οἱ θύρσοισυνεκδ. οι λάτρεις τού Διονύσου που πανηγύριζαν προς τιμήν του κρατώντας θύρσους.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θύρσος δεν είναι ΙΕ προελεύσεως. Εκτός από την ελλ., την έχει δανειστεί και η Χεττιτική (πρβλ. χεττ. tuwarsa).ΠΑΡ. αρχ. θυρσάζω, θυρσάριον, θυρσίνη, θυρσίον, θυρσίτης, θυρσίων, θυρσώ.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. θυρσαχθής, θυρσοειδής, θυρσοκόμος, θυρσόλογχος, θυρσομανής, θυρσοπλήξ, θυρσοτινάκτης, θυρσοφορία, θυρσοφόρος, θυρσοφορώ, θυρσοχαρής. (Β' συνθετικό) αρχ. άθυρσος, εύθυρσος, κακόθυρσος, παρένθυρσος, φιλόθυρσος].
Dictionary of Greek. 2013.